δομινικανός

δομινικανός
αυτός που ανήκει στο μοναχικό τάγμα που ίδρυσε ο άγιος Δομίνικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Τρουχίλιο, ι Μολίνα Ραφαέλ — Δομινικανός πολιτικός. Bλ. λ. Δομινικανή Δημοκρατία (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος ο Μέγας — (Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • αντιαποικιοκρατία — Θεωρητική θέση που είναι αντίθετη σε κάθε μορφή αποικιακής εκμετάλλευσης. Οι πρώτες εκδηλώσεις της συμπίπτουν με τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις. Η πολιτική της α. συνίσταται στην αρχή της πλήρους αυτοκυβέρνησης και στην καταγγελία της… …   Dictionary of Greek

  • Βιτόρια, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Vitoria,1486 – 1546).Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος. Ανανέωσε τη σχολαστική θεολογία του 16ου αι. στην Ισπανία. Θεωρείται από πολλούς ο πατέρας του διεθνούς δικαίου, γιατί μελέτησε τις νομικές σχέσεις που υποχρεώνουν τα κράτη… …   Dictionary of Greek

  • Γιάκοπο ντα Βαράτσε — (Jacopo da Varazze, 1228/30 – 1298). Ιταλός συγγραφέας. Δομινικανός μοναχός αρχικά (1244), έγινε έπειτα ηγούμενος στο μοναστήρι όπου μόναζε (1265). Το 1292 χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Γένοβα. Υπήρξε ονομαστός ιεροκήρυκας της εποχής του και έγραψε …   Dictionary of Greek

  • Έκαρτ, Γιοχάνες — (Johannes Eckhart, Χοχάιμ, Θουριγκία 1260 – Κολονία 1327). Γερμανός θεολόγος και δομινικανός μοναχός, ο επιλεγόμενος Μάιστερ (διδάσκαλος). Σπούδασε στο Παρίσι και στην Κολονία σε ένα περιβάλλον που είχε επηρεαστεί από τις θεωρίες του Θωμά Ακινάτη …   Dictionary of Greek

  • Καβάλκα, Ντομένικο — (Domenico Cavalca, 1270; – Πίζα 1342). Ιταλός θρησκευτικός συγγραφέας, δομινικανός μοναχός και ιεροκήρυκας. Τα έργα του αναγνωρίζονται ως κλασικά, ενώ διακρίνονται για τη ζωντάνια της γλώσσας και τηλιτότητα του ύφους. Ανάμεσα στα συγγράμματά του… …   Dictionary of Greek

  • Λαγκράνζ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Lagrange, 1855 – 1938). Γάλλος θρησκευτικός συγγραφέας. Το 1879 έγινε δομινικανός καλόγερος και το 1890 του ανέθεσαν την οργάνωση της βιβλικής και θεολογικής σχολής στην Ιερουσαλήμ, όπου έζησε επί 45 χρόνια ως ηγούμενος της μονής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”